Σκέψου καλά πριν βάλεις την παύλα δίπλα στην τελεία..

Ξύπνησε… ένα ακόμη πρωινό χωρίς εκείνη πλάι του, σκέφτηκε! Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πηγαίνοντας στην κουζίνα, του ξέφυγε πάλι η φράση «Αγάπη θες καφέ;».

Γύρισε αδιάφορα το βλέμμα του προς το άδειο κρεβάτι. Ούτε όρεξη να γελάσει δεν είχε όμως με τα χάλια του.

Αφού ντύθηκε, πήγε στο γνωστό σημείο. Το στέκι του είχε γίνει πλέον, αυτό το παγκάκι στην παραλία. Κάθε φορά έβριζε τον εαυτό του που η πρωινή του βόλτα κατέληγε εκεί, και μάλιστα γινόταν βόλτα διαρκείας, μέχρι αργά το απόγευμα που ο ήλιος έδυε.

Για μία ακόμη μέρα κρατούσε μαζί του την ίδια εφημερίδα. Δεν θα πέρασαν ούτε δύο μέρες, βέβαια, από όταν διαβάζοντας αφηρημένος τα νέα είδε τη φωτογραφία της. Δίπλα της, καμαρωτός καμαρωτός, στεκόταν κάποιος άλλος.

Την έβλεπε και την ξανάβλεπε λες και περίμενε να του μιλήσει. Την παρατηρούσε λες και έψαχνε να βρει απαντήσεις για όλα αυτά που τον βασανίζουν καιρό τώρα.

Και την δίπλωνε μετά από ώρα και την άφηνε πάλι δίπλα του. Έμενε έτσι, να ατενίζει το πέλαγος με μια μελαγχολία στα μάτια του και μια απόλυτη εγκατάλειψη ζωγραφισμένη σε όλη του την φιγούρα… Ένα σώμα ήταν πλέον, τίποτε περισσότερο από αυτό.

Ένα μηχανικό σώμα έρμαιο στις αρνητικές σκέψεις και στις θλιβερές αναμνήσεις!

Θυμόταν την πρώτη φορά που την είχε αντικρίσει στο πάρκο. Αυτός καθισμένος σε ένα παγκάκι να διαβάζει κεφάτος μια εφημερίδα και αυτή λίγα μέτρα μακριά του να ακούει μουσική και να κουνάει ρυθμικά το κεφάλι της, παρασύροντας τον άθελα της και αυτόν στον ίδιο ρυθμό.

Σαν χθες νόμιζε πως ήταν, όταν βγήκαν για πρώτη φορά έξω. Προσπαθούσε να φανεί άνετος, αν και μέσα του ανησυχούσε για τα πάντα. Την κοιτούσε και περίμενε να πάρει την έγκριση, που τόσο είχε ανάγκη, από το βλέμμα της.

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που της πρόσφερε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Δάκρυσε αυτή μόλις το μύρισε ή ήταν η ιδέα του; Ποτέ δεν έμαθε την αλήθεια…

Κούνησε το κεφάλι βεβιασμένα λες και θα έδιωχνε τις σκέψεις με αυτόν τον τρόπο από το κεφάλι του. Αντίκρισε ένα ζευγάρι.

Προβληματισμένοι φαινόντουσαν και οι δύο. Κι όμως! Η κοπέλα έπιασε τρυφερά το χέρι του αγοριού για να του δώσει κουράγιο. Αυτός δεν αρνήθηκε το χάδι της, αλλά το έσφιξε πάνω του για να μην του φύγει.

Γιατί στην δική του περίπτωση δεν έγιναν έτσι τα πράγματα; Γιατί όταν αυτός φοβήθηκε δεν υπήρξε το χέρι της αγαπημένης του να του δώσει κουράγιο; Γιατί όταν αυτή βαρέθηκε δεν την κράτησε αυτός σφικτά πάνω του για να μην του φύγει;

Γιατί αυτοί οι δύο δεν προσπάθησαν και τα παράτησαν όλα στη μοίρα;

Σηκώθηκε βιαστικά από το παγκάκι. Είχε ανάγκη από ένα ζεστό ρόφημα. Κατευθύνθηκε στο διπλανό καφέ και κάθισε σε ένα απόμερο τραπέζι κοιτώντας σταθερά σε ένα σημείο. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα. Οι μνήμες ξεπήδησαν πάλι και έμοιασαν με αγκάθια που προσπάθησαν να τον τσιμπήσουν για να πονέσει!

Τραβώντας το βλέμμα του από αυτά αντίκρισε μια γυναικεία φιγούρα στο διπλανό τραπέζι. Ήταν το ίδιο προβληματισμένη και αυτή!

Φαινόταν στο βλέμμα της και στις κινήσεις. Μία έπαιρνε το κινητό στο χέρι και μία το άφηνε. Αναποφάσιστη και σκοτισμένη με έννοιες θα ήταν.

Μαγνητίστηκε τόσο από την απόγνωση των ματιών της, που δεν το πήρε είδηση πως και αυτή άρχισε να τον παρατηρεί.

Μετά από αρκετά λεπτά οπτικής επαφής, η κοπέλα σήκωσε δειλά δειλά το χέρι και τον χαιρέτησε. Στην αρχή αυτός σάστισε, αλλά μετά σαν κάτι να τον ταρακούνησε και της χαμογέλασε. Πήρε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι της…

Ναι, ήταν ξαφνικό… Ναι, ήταν απρόβλεπτο! Αλλά ποιος προγραμμάτισε μια γνωριμία και του βγήκε; Αυτή έκανε το πρώτο βήμα και αυτός τη αρχή! Έτσι, για τα τυπικά…

Για να μπορέσει να πάρει κάποιος το μολύβι, να ανοίξει ένα καινούργιο τετράδιο και να αρχίσει να γράφει… Να γράφει, να σβήνει και να ξαναγράφει από την αρχή… Γιατί όταν κλείνει ένα τετράδιο με θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο, το κείμενο του δεν ξεγράφεται αλλά ξεχνιέται αργά η γρήγορα…

Γιατί αυτό είναι η σχέση… Ένα συνεχές κείμενο, που άλλοτε θα έχει κόμμα και άλλοτε τελεία. Θα έχει προτάσεις μακροσκελείς αλλά και μονολεκτικές, θαυμαστικά αλλά και ερωτηματικά, πολλά ερωτηματικά…

Και ξέρεις ποιος βγαίνει κερδισμένος από αυτό το κείμενο; Αυτός που θα προσπαθήσει, μέχρι τελικής πτώσης, να αποφύγει την παύλα έπειτα από μια τελεία…

Και έτσι, οι σελίδες του βιβλίου θα πληθαίνουν και θα πληθαίνουν…

Γράφει η Κωνσταντίνα Ποζουκίδου.

πηγή : LoveLetters

Related Articles

Back to top button