Ποια είναι η σχέση αναιμίας και χαμηλού αιματοκρίτη

Η σύνδεση μεταξύ ς και αιματοκρίτη αφορά τον αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων και ς. Ο αιματοκρίτης είναι το επίπεδο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος σε ένα δείγμα αίματος που εκφράζεται σε ποσοστά.

Συγκριτικά ένας χαμηλός αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων υποδηλώνει αναιμία, η οποία οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα της αιμοσφαιρίνης στο αίμα.

Η αιμοσφαιρίνη είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκεται σε όλα τα ερυθρά σε ποσοστό περίπου 35% του κάθε κυττάρου. Τέτοιες πρωτεΐνες είναι υπεύθυνες για τη μεταφορά του οξυγόνου από το αναπνευστικό σύστημα σε άλλα όργανα και συστήματα του αίματος. Εάν ο αιματοκρίτης ή η συγκέντρωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι χαμηλός τότε το σώμα δεν έχει αρκετή διαθέσιμη αιμοσφαιρίνη για να μεταφέρει σωστά το οξυγόνο, με αποτέλεσμα την εμφάνιση αναιμίας. Ως εκ τούτου, η αιμοσφαιρίνη είναι ένας πρωταρχικός παράγοντας που συνδέει την αναιμία και τον αιματοκρίτη.

Για να διαγνωστεί η αναιμία χρησιμοποιείται η γενική εξέταση αίματος που παίρνει το δείγμα αίματος και μετρά, τόσο την αιμοσφαιρίνη, όσο και τον αιματοκρίτη. Με τη γενική εξέταση αίματος μπορεί να καθοριστεί το ποσοστό των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο σώμα, καθώς επίσης και η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης, εντός αυτών των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ενας συνδυασμός χαμηλού αιματοκρίτη και χαμηλής αιμοσφαιρίνης οδηγεί σε διάγνωση αναιμίας.

Η γενική εξέταση αίματος για αναιμία και τυχόν ανωμαλίες στον αιματοκρίτη είναι ίδια για όλους. Αυτό, ωστόσο, που συνιστά ο χαμηλός αιματοκρίτης και προκύπτει από την διάγνωση της αναιμίας, διαφέρει με βάση το φύλο και την ηλικία. Για παράδειγμα, τα νεογνά έχουν ένα ποσοστό αιματοκρίτη 55%-68% ανεξάρτητα από το φύλο. Οι γυναίκες που έχουν μόλις περάσει την εφηβεία παρουσιάζουν φυσιολογικά επίπεδα αιματοκρίτη μεταξύ 38%-46% με το 40% να θεωρείται ο μέσος όρος. Οι ενήλικες άνδρες έχουν κατά μέσο όρο ένα φυσιολογικό αιματοκρίτη περίπου 45%.

Για την κατανόηση των αποτελεσμάτων των γενικών εξετάσεων αίματος για την αιμοσφαιρίνη, την αναιμία και τον αιματοκρίτη, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τη διαδικασία. Τα αποτελέσματα προσδιορίζονται με φυγοκέντρηση ενός δείγματος αίματος για το διαχωρισμό του αίματος σε στρώματα. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι «πακέτο» μαζί σε ένα στρώμα και τα λευκά «πακέτο» μαζί σε ένα άλλο. Με την ανάλυση του μεγέθους κάθε στρώματος σε σχέση με το σύνολο οι τεχνικοί των μικροβιολογικών εργαστηρίων μπορούν να καθορίσουν την κατά προσέγγιση συγκέντρωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Οι περαιτέρω δοκιμές υπολογίζουν το κατά προσέγγιση μέγεθος του κάθε ερυθρού αιμοσφαιρίου για να προσδιοριστεί το επίπεδο της αιμοσφαιρίνης και το αν η διάγνωση της αναιμίας είναι δικαιολογημένη.

Οι αιτίες της αναιμίας ποικίλουν και μπορεί να περιλαμβάνουν τραυματισμούς, νεφρική νόσο, αρθρίτιδα, υποσιτισμό και ιατρικές θεραπείες, όπως η χημειοθεραπεία. Ενώ η αναιμία και ο αιματοκρίτης διασυνδέονται από την άποψη της διάγνωσης, τα τεστ αιματοκρίτη και αιμοσφαιρίνης δεν μπορούν να προσδιορίσουν την ακριβή αιτία της αναιμίας. Αντ' αυτού από τη στιγμή που θα διαγνωστεί η αναιμία μέσω της εξέτασης του αίματος, το ιατρικό προσωπικό θα πρέπει να διερευνήσει περαιτέρω για να προσδιορίσει την συγκεκριμένη αιτία της πάθησης.

ΠΗΓΗ : www.medinova.gr

Related Articles

Back to top button