Η εγχείρηση για αδυνάτισμα μειώνει τις επιπλοκές της εγκυμοσύνης

 

Οι εγχειρήσεις για αδυνάτισμα μπορεί να βοηθήσουν τις παχύσαρκες γυναίκες να έχουν πιο ασφαλείς εγκυμοσύνες και να γεννήσουν υγιέστερα μωρά, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.

Τα ευρήματα αυτά, που δημοσιεύονται στην «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας» (NEJM), θεωρούνται σημαντικά διότι αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των γυναικών που είναι παχύσαρκες όταν μένουν έγκυοι, με συνέπεια να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών όπως ο διαβήτης της κυήσεως, η προεκλαμψία και η θνησιγένεια.

Τα δε μωρά τους είναι πιθανότερο να είναι πρόωρα, υπέρβαρα ή λιποβαρή κατά τη γέννηση, να έχουν γενετικές ανωμαλίες και να αναπτύξουν παιδική παχυσαρκία.

Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί κατά πόσον η χειρουργική επέμβαση για μείωση του βάρους μπορεί να περιορίσει αυτούς τους κινδύνους.

Σουηδοί επιστήμονες, με επικεφαλής την δρα Κάρι Γιόχανσον, διατροφολόγο στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Καρολίνσκα, αξιολόγησαν τους ιατρικούς φακέλους 2.832 παχύσαρκων γυναικών οι οποίες απέκτησαν παιδί την περίοδο 2006-2011, συγκρίνοντας τις 554 γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε βαριατρική επέμβαση πριν από την εγκυμοσύνη με όσες δεν είχαν.

Πριν χειρουργηθούν, οι 554 γυναίκες είχαν κατά μέσον όρο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) 35 έως 50, δηλαδή έπασχαν απο κακοήθη (ή νοσογόνο) παχυσαρκία, ενώ ύστερα από αυτήν έχασαν κατά μέσον όρο 37 κιλά.

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, διαβήτη της κυήσεως εκδήλωσε το 1,9% των εγκύων οι οποίες είχαν αδυνατίσει με , έναντι του 6,8% όσων δεν είχαν χειρουργηθεί.

Επιπλέον,οι κυήσεις έπειτα από βαριατρική επέμβαση, όπως αποκαλούνται επιστημονικά οι εγχειρήσεις για αδυνάτισμα, συσχετίσθηκαν με χαμηλότερο κίνδυνο γέννησης μεγαλόσωμου βρέφους.

Μολονότι, εξάλλου, οι εγκυμοσύνες έπειτα από την επέμβαση είχαν κατά μέσον όρο λίγο μικρότερη διάρκεια απ' ό,τι όταν δεν είχε προηγηθεί εγχείρηση (273 ημέρες έναντι 277,5 ημερών), δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά στον κίνδυνο πρόωρου τοκετού μεταξύ των δύο ομάδων (ο τοκετός θεωρείται πρόωρος όταν συμβαίνει πριν από την 36η εβδομάδα της κυήσεως).

Τα παραπάνω ευρήματα πρακτικά σημαίνουν ότι οι παχύσαρκες γυναίκες που αδυνατίζουν με εγχείρηση πριν από μία εγκυμοσύνη, μειώνουν κατά σχεδόν 30% τον κίνδυνο διαβήτη της κυήσεως και κατά σχεδόν 40% τον κίνδυνο αποκτήσεως μεγαλόσωμου μωρού, το οποίο είναι ευάλωτο στην εκδήλωση διαφόρων προβλημάτων (π.χ. αιματολογικών ή πνευμονολογικών), λένε οι ερευνητές.

Η μελέτη έδειξε ακόμα ότι οι γυναίκες που είχαν χειρουργηθεί είχαν διπλάσιες πιθανότητες να αποκτήσουν μωρό που ήταν βραχύσωμο για την ηλικία κύησης, αλλά όχι λιποβαρές (τα σχετικά ποσοστά ήταν 15,6% έναντι 7,6% στις γυναίκες που δεν είχαν χειρουργηθεί).

Τα ευρήματα αυτά πρακτικά υποδηλώνουν ότι «παρότι η βαριατρική χειρουργική ενέχει κάποιους κινδύνους, το συνολικό όφελος είναι τόσο σημαντικό που τους υπερκαλύπτει», σχολίασε ο γενικός χειρουργός δρ Γιώργος Σπηλιόπουλος, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.

Και έσπευσε να διευκρινίσει πως η βαριατρική επέμβαση πρέπει να γίνεται το λιγότερο 12 έως 18 μήνες πριν από μία εγκυμοσύνη, ενώ πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν το είδος της επέμβασης με την οποία επιτυγχάνεται η απώλεια βάρους ώστε να χορηγηθούν εγκαίρως στη τα συμπληρώματα διατροφής (λ.χ. φολικό οξύ, βιταμίνη Β12, βιταμίνη D, σίδηρος, ασβέστιο) που χρειάζονται για να μειωθούν οι πιθανότητες γέννησης λιποβαρούς βρέφους.

tanea.gr

Related Articles

Back to top button