Η αγάπη πονάει
Η αγάπη πονάει
Ένας χωρισµός δεν είναι ποτέ ευχάριστος. Aκόµη και στην περίπτωση που η απόφαση για το τέλος µιας σχέσης έχει ληφθεί από κοινού, είναι αναπόφευκτο να βιώσουµε πένθος για ό,τι χάσαµε, ακόµη και αν αυτό για το οποίο πενθούµε δεν είναι παρά η φαντασίωση µιας καλής σχέσης. Στην περίπτωση όµως που χωρίζουµε από έναν άνθρωπο µε τον οποίο εξακολουθούµε να είµαστε ερωτευµένοι ή τον αγαπάµε ακόµη, τότε η στενοχώρια, ο θυµός, η απογοήτευση και η απελπισία γίνονται οι νέοι συναισθηµατικοί µας σύντροφοι. Η ψυχική κατάσταση που βιώνουµε δεν αφήνει αµέτοχο το σώµα µας. Γνωρίζουµε πλέον ότι το σώµα και η ψυχή είναι αλληλένδετα -το ένα επηρεάζει το άλλο- και ό,τι συµβαίνει στη σφαίρα των συναισθηµάτων έχει αντίκτυπο στο σώµα και τις λειτουργίες του. Με άλλα λόγια, ο χωρισµός πονάει κυριολεκτικά και όχι µόνο µεταφορικά, κάτι που πλέον αποδεικνύεται και µε επιστηµονικές µελέτες. Ας δούµε, λοιπόν, τι προκαλεί στο σώµα ο χωρισµός και γιατί µια καρδιά µπορεί πραγµατικά να ραγίσει.
O σύντροφος φεύγει, το στρες έρχεται…
Τη στιγμή που πέφτουν οριστικά οι τίτλοι τέλους μιας σχέσης, ένα νέο έργο ξεκινά, με βασικό σκηνοθέτη τον εγκέφαλό μας και καστ το νευρικό μας σύστημα. Οι ορμόνες και οι νευροδιαβιβαστές του στρες, που εκλύονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια απειλή, απελευθερώνονται με ταχείς ρυθμούς. Ο οργανισμός εκλαμβάνει τον χωρισμό ως απειλή με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται ενστικτωδώς ο αρχέγονος μηχανισμός πάλης ή φυγής (ο μηχανισμός του στρες).
Επομένως, στη θέση των ορμονών και των νευροδιαβιβαστών της ευχαρίστησης (π.χ. ενδορφίνες, σεροτονίνη, ωκυτοκίνη), που μέχρι στιγμής κυριαρχούσαν στα νευρικά κυκλώματα του εγκεφάλου μας, έρχονται πλέον η κορτιζόλη και οι κατεχολαμίνες (ντοπαμίνη, επινεφρίνη κ.λπ.). Αυτή η αλλαγή ορμονικής φρουράς στον εγκέφαλο δεν επιδρά μόνο στις σκέψεις και τα συναισθήματά μας -προκαλώντας απελπισία, θυμό και λύπη-, αλλά και στις σωματικές μας λειτουργίες.
Το αίσθημα της απόρριψης που συνοδεύει τον χωρισμό επηρεάζει ακόμη και τη λειτουργία της καρδιάς. Πρόσφατα μάλιστα οι ερευνητές από τα ολλανδικά πανεπιστήμια του Άμστερνταμ και του Λέιντεν διεξήγαγαν ένα πείραμα που σκοπό είχε να μελετήσει την επίδραση της απόρριψης στους παλμούς της καρδιάς. Οι εθελοντές είχαν τοποθετημένα ηλεκτρόδια στο στήθος τους, μέσω των οποίων καταγράφονταν οι παλμοί τους. Οι ερευνητές τούς έδειχναν ένα πρόσωπο σε μια οθόνη και τους ζητούσαν να μαντέψουν αν το πρόσωπο αυτό (ο «κριτής») θα τους έβρισκε συμπαθητικούς ή όχι. Οι παλμοί τους μειώνονταν λίγο πριν ακούσουν τη γνώμη του «κριτή», ενώ σε περίπτωση που μάθαιναν ότι εκείνος δεν τους συμπάθησε οι παλμοί τους επιβραδύνονταν κι άλλο. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αποτελέσματα της έρευνάς τους υποδηλώνουν ότι το αυτόνομο νευρικό σύστημα, που ελέγχει επίσης λειτουργίες όπως η πέψη και η κυκλοφορία του αίματος, ενεργοποιείται και σε περιπτώσεις απόρριψης. «Η απόρριψη μπορεί κυριολεκτικά να “ραγίσει” την καρδιά, όπως αποκαλύπτει η παροδική επιβράδυνση των παλμών», γράφουν οι ερευνητές στην έρευνά τους, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Psychological Science».
Η απόρριψη είναι σκληρή
«Αυτό που προκαλεί τις σωματικές αντιδράσεις δεν είναι ο χωρισμός αυτός καθαυτόν, αλλά το συναίσθημα της απόρριψης και της εγκατάλειψης που τον συνοδεύει – ή δεν τον συνοδεύει, μια και σε κάποιες περιπτώσεις ο χωρισμός μπορεί να βιωθεί ακόμη και με ευφορία, ως απελευθέρωση από μια άσχημη κατάσταση», εξηγεί η κλινική ψυχολόγος κ. Αγγελική Μενεδιάτου. Και συνεχίζει: «Αν διαβάσουμε προσεκτικά τις σχετικές μελέτες, θα παρατηρήσουμε ότι αυτό που μάλλον ενεργοποιεί όλους αυτούς τους νευροφυσιολογικούς μηχανισμούς είναι περισσότερο το αίσθημα της απόρριψης και της εγκατάλειψης παρά ο ίδιος ο χωρισμός ως γεγονός. Είναι, δηλαδή, οι σκέψεις και οι ερμηνείες που κάνουμε για τον χωρισμό αυτές που πυροδοτούν τόσο τα συναισθήματά μας όσο και τις σωματικές μας αντιδράσεις. Γι' αυτό εξάλλου δεν αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο χρόνο τον χωρισμό. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι παρόμοιες επιπτώσεις στο συναίσθημα και το σώμα μας έχει και μια σχέση σοβαρά δυσλειτουργική: και τότε τα επίπεδα στρες του οργανισμού μας είναι εξίσου υψηλά με όλες τις προαναφερόμενες συνέπειες».