Η οστεοπόρωση της κύησης και της γαλουχίας

osteoporosi

Η της και της

Η Οστεοπόρωση αποτελεί νόσο η οποία χαρακτηρίζεται από απώλεια της φυσιολογικής πυκνότητας των οστών τα οποία γίνονται αδύνατα και εύθραυστα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της αντοχής τους και συνεπακόλουθα τον κίνδυνο κατάγματος, είτε με ήπιο τραυματισμό είτε και αυτόματα. Η Οστεοπόρωση συνήθως αφορά ηλικιωμένες γυναίκες και αποδίδεται στη μείωση των επιπέδων των οιστρογόνων στο γυναικείο οργανισμό μετά την εμμηνόπαυση. Ωστόσο, εκτός από τις ηλικιωμένες γυναίκες η οστεοπόρωση μπορεί να αφορά τόσο τον αντρικό πληθυσμό, όσο και τον νεανικό γυναικείο πληθυσμό σε ορισμένες περιπτώσεις.

Μία όχι ιδιαίτερα διαδεδομένη, αλλά δυνητικά επικίνδυνη κατάσταση, που αφορά τις νέες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι η Οστεοπόρωση της Κύησης και της Γαλουχίας. Η κατάσταση αυτή αφορά τη μείωση της οστικής πυκνότητας των εγκύων γυναικών. Είναι κατάσταση αντιστρεπτή και στην συντριπτική πλειονότητα των γυναικών οι μεταβολές τις οστικής πυκνότητας είναι τόσο μικρές που αφενός δε δημιουργούν κανένα πρόβλημα, αφ' ετέρου δεν ανιχνεύονται.

Υπάρχει ωστόσο ένα υποσύνολο γυναικών στις οποίες οι μεταβολές της οστικής πυκνότητας κατά το διάστημα της κύησης ή της γαλουχίας είναι τέτοιες που μπορεί να εγκαταστήσουν Οστεοπόρωση και ακόμα χειρότερα να οδηγήσουν στη δημιουργία οστεοπορωτικών καταγμάτων με κύρια εντόπιση την σπονδυλική στήλη. Πολλές φορές ο πόνος στη μέση που μπορεί να συνοδεύει την περίοδο της λοχείας και του θηλασμού αποδίδεται εύκολα στην κούραση λόγω των αυξημένων υποχρεώσεων της μητέρας καθώς και της συχνής άρσης του βρέφους.

Έχει αποδειχτεί όμως, βάσει της βιβλιογραφίας, πως σε ορισμένες περιπτώσεις το επίμονο άλγος στη μέση (θωρακοοσφυαλγία) έχει ως αιτία την καθίζηση ενός ή περισσοτέρου εκ των σωμάτων των σπονδύλων (οστεοπορωτικά σπονδυλικά κατάγματα).

Τα οστεοπορωτικά σπονδυλικά κατάγματα (λόγω της ευθραυστότητας των οστών) μπορεί να συμβούν και με σχετικά αθώες κινήσεις όπως το απλό σκύψιμο ή η χρήση της ηλεκτρικής σκούπας για παράδειγμα.

Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις οστεοπορωτικών καταγμάτων μετά την κύηση και σε άλλες περιοχές του σκελετού, όπως το ισχίο ή ό καρπός, ωστόσο η κύρια εντόπιση είναι η σπονδυλική στήλη.
Η οστεοπόρωση της κύησης πρωτοαναφέρθηκε προ 40 ετών περίπου. Η διάγνωση της, εξ' αφορμής κάποιου κατάγματος, γίνεται στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. Πολλές φορές αναφέρεται και ως οστεοπόρωση της γαλουχίας καθώς συνήθως διαγιγνώσκεται μετά τον τοκετό (περίοδος γαλουχίας). Ωστόσο ορισμένοι ερευνητές θεωρούν πως πρόκειται για παρόμοιες αλλά όχι ίδιας αιτιολογίας καταστάσεις.

Δυστυχώς υπάρχει ασάφεια σχετικά με τον εντοπισμό του χρονικού σημείου εγκατάστασης της οστεοπόρωσης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η πλέον αξιόπιστη εξέταση μέτρησης της οστικής πυκνότητας κάνει χρήση ιοντίζουσας ακτινοβολίας και δεν επιτρέπεται να διενεργηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης για λόγους πιθανής βλάβης του εμβρύου.

Ωστόσο αυτός ο περιορισμός αίρεται μετά τον τοκετό και συστήνεται σε κάθε νέα μητέρα με ιστορικό πρόσφατης εγκυμοσύνης και επίμονο άλγος στη μέση να υποβάλλεται στον κατάλληλο έλεγχο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η οστεοπόρωση της κύησης και γαλουχίας αφορά κυρίως την πρώτη κύηση καθώς σπάνια έχει παρατηρηθεί υποτροπή σε επόμενες κυήσεις.

Η αιτιολογία της οστεοπόρωσης της κύησης δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί. Δεν έχει ξεκαθαριστεί αν οφείλεται μόνο σε ορμονικές μεταβολές του οστικού μεταβολισμού κατά τη διάρκεια της κύησης ή αν εμπλέκονται και ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες ή γενετική προδιάθεση. Θεωρητικά η νόσος αποδίδεται σε διαταραχή του ισοζυγίου του ασβεστίου του ορού των εγκύων, το οποίο καταναλώνεται για την κατασκευή του σκελετού του βρέφους.

Η μείωση των αποθηκών του ασβεστίου στο μητρικό οργανισμό σε συνδυασμό με την αύξηση της νεφρικής απέκκρισης ασβεστίου εξισορροπείται εν μέρει από την αύξηση της εντερικής απορρόφησης ασβεστίου κατά το 2ο και 3ο τρίμηνο της κύησης καθώς και την αύξηση της βιταμίνης D. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί πως η πλειονότητα των γυναικών που διαγνώστηκαν με οστεοπόρωση της κύησης θήλαζαν για διαστήματα από 1 εβδομάδα έως 7 μήνες. Η εξήγηση αυτής της παρατήρησης έγκειται σε 2 αιτίες: α) Την απώλεια ασβεστίου από τη μητέρα διαμέσου του μητρικού γάλατος & β) την αύξηση της προλακτίνης μετά το τοκετό που ευθύνεται για την πτώση των επιπέδων των οιστρογόνων, άρα και της προστατευτικής δράσης τους στα οστά. Παρ' όλα αυτά μετά τον απογαλακτισμό έχει παρατηρηθεί πως η οστική πυκνότητα αποκαθίσταται στα φυσιολογικά επίπεδα.

Λόγω της ασάφειας της αιτιολογίας της νόσου και λόγω των υψηλών ποσοστών υποδιάγνωσης εξ' αιτίας της αδυναμίας διενέργειας μέτρησης οστικής πυκνότητας κατά την κύηση ή εξ' αιτίας της μη ανάπτυξης καταγμάτων ακόμα και σε περιπτώσεις που αναπτύχθηκε οστεοπόρωση, δεν υπάρχουν εγκεκριμένες θεραπευτικές οδηγίες (evidence based medical guides). Σε αυτό συνδράμει και ο μικρός αριθμός περιστατικών που έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία. Συστήνεται η προφυλακτική λήψη σκευασμάτων ασβεστίου και βιταμίνης D σε όλες τις εγκύους.

Επίσης συστήνεται η συμβουλευτική ή διαγνωστική παρέμβαση του ορθοπεδικού σας σε περίπτωση που βιώσετε έντονο και εμμένων άλγος στη μέση σας ή ακόμα χειρότερα κάποιο εμφανές κλινικά κάταγμα σε άλλο σημείο του σκελετού σας μετά τον τοκετό. Στις γυναίκες που τυχόν διαγνωστεί οστεοπόρωση της κύησης ή της γαλουχίας συστήνεται η επίσκεψη σε ιατρό ειδικό με θέματα οστεοπόρωσης (ορθοπεδικό, ενδοκρινολόγο, ρευματολόγο) καθώς η εξειδικευμένη θεραπευτική παρέμβαση χρήζει ιδιαίτερης ιατρικής εμπειρίας.

Νικόλαος Λασανιάνος 

Χειρουργός Τραυματολόγος

Related Articles

Back to top button