AIDS/ HIV

aids

Η λοίμωξη με τον Ιό Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας (Human Immunodeficiency Virus Infection) και το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας (AIDS) είναι μια νόσος του ανθρώπινου ανοσοποιητικού συστήματος που προκαλείται από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV).Η νόσος παρεμβαίνει στο ανοσοποιητικό σύστημα και παρεμποδίζει τη λειτουργία του, κάνοντας τα άτομα με AIDS περισσότερο πιθανά να αποκτήσουν λοιμώξεις, όπως ευκαιριακές λοιμώξεις και όγκους που συνήθως δεν προσβάλουν τα άτομα με λειτουργικά ανοσοποιητικά συστήματα. Αυτή η ευπάθεια χειροτερεύει με την εξέλιξη της νόσου.

 

Ο HIV μεταδίδεται πρωταρχικά με τη σεξουαλική επαφή, όπως με το πρωκτικό, κολπικό ή στοματικό σεξ, τη μετάγγιση αίματος, τις μολυσμένες υποδερμικές βελόνες, και από τη μητέρα στο παιδί κατά την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και τον θηλασμό. Ορισμένα σωματικά υγρά όπως το σάλιο, τα δάκρυα, τα ούρα και ο ιδρώτας δεν μεταδίδουν τον HIV εκτός εάν περιέχουν μικροποσότητες αίματος. Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί επίσης από επαφή ενός βλεννογόνου (δηλ. μιας βλεννώδους μεμβράνης που επικαλύπτει κάποιες κοιλότητες του σώματος, όπως ο βλεννογόνος του στόματος ή του εντέρου) με ένα σωματικό υγρό που περιέχει τον ιό, όπως αίμα, σπέρμα, κολπικά υγρά, προσπερματικά υγρά ή γάλα θηλασμού ενός μολυσμένου ατόμου.

 

Η προφύλαξη από την HIV λοίμωξη, πρωταρχικά μέσω του ασφαλούς σεξ και των προγραμμάτων ανταλλαγής συρίγγων και βελονών, αποτελεί στρατηγική κλειδί για τον έλεγχο της νόσου. Δεν υπάρχει θεραπεία ίασης ή προληπτικό εμβόλιο. Παρόλα αυτά η αντιρετροϊκή θεραπεία μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου και να οδηγήσει σε ένα προσδόκιμο ζωής κοντά στο φυσιολογικό. Παρότι η θεραπεία αυτή μειώνει τον κίνδυνο θανάτου και επιπλοκών από τη νόσο, τα φάρμακα αυτά είναι υψηλού κόστους και σχετίζονται με παρενέργειες οφειλόμενες αποκλειστικά σε αυτά (οι οποίες πολλές φορές συνδυάζονται με τις παρενέργειες που προκαλεί η χρόνια HIV λοίμωξη).

 

Ο ιός και η νόσος αναφέρονται συχνά μαζί ως HIV/AIDS. Η νόσος είναι τεράστιο πρόβλημα υγείας σε πολλά μέρη του κόσμου, και θεωρείται πανδημία, δηλαδή μία έκρηξη της ασθένειας που επηρεάζει μια ευρεία περιοχή και εξαπλώνεται ενεργά. Το 2010 περίπου 34 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν HIV λοίμωξη παγκοσμίως. Από αυτούς περίπου 16,8 εκατομμύρια είναι γυναίκες και 3,4 εκατομμύρια είναι κάτω από 15 ετών. Το αποτέλεσμα είναι περίπου 1,8 εκατομμύρια θάνατοι από AIDS το 2010, χαμηλότερα σε σχέση με τα 3,1 εκατομμύρια θανάτους του 2001. Από το 1981, που το AIDS αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά, έως το 2009 προκάλεσε σχεδόν 30 εκατομμύρια θανάτους.

Η γενετική έρευνα δείχνει ότι ο HIV προήλθε από την Κεντροδυτική Αφρική κατά τη διάρκεια των αρχών του 20ου αιώνα. Το AIDS αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών το 1981 και η αιτία του, ο HIV, αναγνωρίστηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 1980.

Σημεία και συμπτώματα

 

Υπάρχουν 3 κύρια στάδια της HIV λοίμωξης: η οξεία λοίμωξη, η κλινική λανθάνουσα περίοδος και το AIDS.[10][11]

 

Οξεία λοίμωξη

Κύρια συμπτώματα της οξείας HIV λοίμωξης.

 

Η αρχική περίοδος μετά τη μόλυνση με HIV ονομάζεται οξεία HIV λοίμωξη ή πρώιμη HIV λοίμωξη ή οξύ ρετροϊκό σύνδρομο.Πολλά άτομα αναπτύσσουν ένα σύνδρομο παρόμοιο με γρίπη ή με λοιμώδη μονοπυρήνωση 2-4 εβδομάδες μετά την έκθεσή τους στον ιό, ενώ άλλα άτομα δεν έχουν κάποια αξιοσημείωτα συμπτώματα.Πάντως στο 40-90% των περιπτώσεων παρουσιάζονται συμπτώματα που συνηθέστατα περιλαμβάνουν: πυρετό, διογκωμένους και ευαίσθητους (με πόνο) λεμφαδένες, φλεγμονή στο λαιμό (φαρυγγίτιδα, οισοφαγίτιδα), εξάνθημα στο δέρμα, πονοκέφαλο και έλκη (πληγές) στο στόμα και τα γεννητικά όργανα. Δεν σημαίνει βέβαια ότι όποιος παρουσιάσει συμπτώματα θα παρουσιάσει όλα αυτά μαζί. Μπορεί να έχει μόνο ένα από αυτά ή κάποια από αυτά.

 

Το εξάνθημα εμφανίζεται στο 20-50% των περιπτώσεων και κλασσικά είναι κηλιδοβλατιδώδες (με κηλίδες και βλατίδες, που είναι βλάβες του δέρματος συνήθως κόκκινης απόχρωσης) και παρουσιάζεται στον κορμό. Μερικοί άνθρωποι αναπτύσσουν επίσης ευκαιριακές λοιμώξεις σε αυτό το στάδιο.

 

Άλλα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν: ναυτία, εμετό, διάρροια και νευρολογικά προβλήματα όπως περιφερική νευροπάθεια και σύνδρομο Guillain-Barre (σπάνια νόσος με παράλυση περιφερικών νεύρων από λανθασμένη επίθεση του ανοσοποιητικού στο νευρικό σύστημα). H διάρκεια των συμπτωμάτων ποικίλλει, αλλά συνήθως είναι 1 με 2 εβδομάδες.

 

Λόγω της μη ειδικής φύσεως αυτών των συμπτωμάτων, συχνά δεν αναγνωρίζονται ως σημάδια μιας HIV λοίμωξης. Ακόμη κι αν το άτομο πάει στο γιατρό του ή σε νοσοκομείο, συχνά θα του γίνει η λάθος διάγνωση ότι πρόκειται για κάποια από τις κοινές λοιμώξεις που παρουσιάζουν ίδια συμπτώματα. Έτσι συνιστάται να εξετάζεται και η HIV λοίμωξη σαν ενδεχόμενο σε όσους παρουσιάζουν ανεξήγητο πυρετό και έχουν παράγοντες κινδύνου για HIV λοίμωξη.

 

Κλινική λανθάνουσα περίοδος

 

Μετά από τα αρχικά συμπτώματα της οξείας φάσης η HIV λοίμωξη μπαίνει σε ένα στάδιο που ονομάζεται κλινική λανθάνουσα περίοδος ή ασυμπτωματική HIV λοίμωξη ή χρόνια HIV λοίμωξη.Χωρίς αντιρετροϊκή αγωγή το δεύτερο αυτό στάδιο διαρκεί κατά μέσο όρο 8 χρόνια, όμως μπορεί να κυμανθεί από 3 χρόνια έως και περισσότερα από 20. Ενώ τυπικά σε αυτή τη φάση δεν υπάρχουν συμπτώματα ή υπάρχουν ελάχιστα, κατά το τέλος αυτής της περιόδου πολλά άτομα αναπτύσσουν πυρετό, απώλεια βάρους, γαστρεντερικά συμπτώματα και πόνο στους μύες.

 

Ένα ποσοστό 50-70% των ατόμων αναπτύσσουν επίσης επίμονη γενικευμένη λεμφαδενοπάθεια με διογκωμένους αλλά χωρίς πόνο λεμφαδένες που εμφανίζονται σε δύο διαφορετικές περιοχές του σώματος και για περισσότερο από 3-6 μήνες, χωρίς να μπορεί να βρεθεί κάποια άλλη αιτία για την παρουσία τους.

 

Ένα μικρό ποσοστό (περίπου 5%) ατόμων που έχουν μολυνθεί με τον HIV-1 διατηρούν υψηλά επίπεδα CD4 χωρίς αντιρετροϊκή θεραπεία για περισσότερα από 5 χρόνια. Παρόλα αυτά οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο και τελικά θα αναπτύξουν AIDS χωρίς την αντιρετροϊκή αγωγή. Αυτά τα άτομα κατατάσσονται στην κατηγορία που ονομάζεται HIV ελεγκτές (HIV controllers) ή μακροχρόνια μη-εξελισσόμενοι (long term nonprogressors – LTNP). Άνθρωποι που χωρίς αντιρετροϊκή θεραπεία διατηρούν υψηλά επίπεδα CD4 και ταυτόχρονα χαμηλό ή μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο, είναι γνωστοί ως εξέχοντες ελεγκτές (elite controllers) ή εξέχοντες καταστολείς (elite suppressors).

Τρόποι μετάδοσης

Ο HIV μεταδίδεται μέσω τριών κυρίων οδών:

  • τη σεξουαλική επαφή
  • την έκθεση σε μολυσμένα σωματικά υγρά, ιστούς, σύριγγες και μετάγγιση
  • από τη μητέρα στο παιδί (γνωστή ως κάθετη μετάδοση) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού και του θηλασμού.Είναι δυνατή επίσης η μόλυνση με περισσότερα του ενός στελέχη του HIV, κάτι που είναι γνωστό ως HIV υπερλοίμωξη.

Σεξουαλική επαφή

Η πλειονότητα των HIV λοιμώξεων αποκτούνται διαμέσου σεξουαλικών επαφών που γίνονται χωρίς τη χρήση προφυλακτικού.Σε παγκόσμιο επίπεδο οι επαφές που στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγούν σε μετάδοση είναι οι ετεροσεξουαλικές επαφές, μεταξύ ατόμων του αντίθετου φύλου, παρά μεταξύ αυτών του ιδίου φύλου. Στις ΗΠΑ, όσο αφορά το 2009, οι περισσότερες περιπτώσεις σεξουαλικής μετάδοσης συνέβησαν μεταξύ ανδρών που κάνουν σεξ με άνδρες, με το ποσοστό του πληθυσμού αυτού να αναλογεί στο 64% όλων των νέων μεταδόσεων.

Σε χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα ο κίνδυνος μετάδοσης από γυναίκες σε άνδρες είναι περίπου 0,04 % ανά σεξουαλική πράξη ενώ ο κίνδυνος από άνδρα σε γυναίκα είναι 0,08% ανά επαφή αντίστοιχα. Για διάφορους λόγους αυτά τα ποσοστά είναι κατά 4-10 φορές υψηλότερα σε χώρες με χαμηλά κατά κεφαλήν εισοδήματα με τη μετάδοση από γυναίκα σε άνδρα στο περίπου 0,38% ανά επαφή και από άνδρα σε γυναίκα στο 0,30 % ανά επαφή. Ο κίνδυνος από πρωκτική συνουσία είναι ιδιαίτερα υψηλός και εκτιμάται περίπου 1,7% ανά επαφή τόσο για τις ετεροσεξουαλικές όσο και για τις ομοφυλοφιλικές επαφές. Αν και ο κίνδυνος μετάδοσης με το στοματικό σεξ είναι μικρότερος, είναι ακόμη παρών (υπαρκτός). Αυτός ο κίνδυνος υπολογίζεται στο 0-0,04% ανά επαφή για την παθητική στοματική επαφή.

Ο κίνδυνος αυξάνει με την παρουσία πολλαπλών σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων και την ύπαρξη γεννητικά όργανα. Τα γεννητικά έλκη κάνουν τον κίνδυνο περίπου πενταπλάσιο ενώ υπάρχει μία μικρότερη αύξηση του κινδύνου από ΣΜΝ (Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα) όπως γονόρροια (βλεννόροια), χλαμύδια, τριχομονάδωση και βακτηριακή κολπίτιδα. Το βίαιο σεξ φαίνεται επίσης ότι αυξάνει τον κίνδυνο.

Το ιικό φορτίο του ατόμου είναι σημαντικό και στην ετεροφυλοφιλική και στην κάθετη μετάδοση (μητέρα-παιδί).Κατά τους πρώτους 2,5 μήνες της λοίμωξης με HIV η μολυσματικότητα ενός ατόμου είναι 12 φορές υψηλότερη λόγω αυτού του υψηλού ιικού φορτίου. Όταν το άτομο είναι στα τελευταία στάδια της νόσου ο βαθμός μετάδοσης είναι περίπου 8 φορές μεγαλύτερος.

Το επαγγελματικό (αγοραίο) σεξ ενέχει έναν κίνδυνο με μετάδοση από γυναίκα σε άνδρα στο περίπου 2,4 % ανά επαφή ενώ από άνδρα σε γυναίκα στο περίπου 0,08 % ανά επαφή.

Η σεξουαλική επίθεση (βιασμός) πιστεύεται ότι έχει αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης καθώς σπάνια χρησιμοποιούνται προφυλακτικά, είναι πιθανό να προκληθεί τραυματισμός στον κόλπο ή τον πρωκτό και μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος ταυτόχρονης μετάδοσης και σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων. Το ποσοστό ατόμων στις ΗΠΑ που είναι HIV θετικοί και φυλακισμένοι για σεξουαλικές επιθέσεις, περίπου είναι στο 1%[40].

Σωματικά υγρά – Σύριγγες

Ο δεύτερος πιο συχνός τρόπος μετάδοσης είναι διαμέσου του αίματος και των παραγώγων του. Παρ’ όλα αυτά η λοίμωξη δεν είναι δυνατόν να μεταδοθεί μέσω κουνουπιών ή άλλων εντόμων[2] [41]. Ο κίνδυνος από το μοίρασμα βελόνας κατά την ενέσιμη χρήση ναρκωτικών είναι από 0,63 έως 2,4% (κατά μέσο όρο 0,8%). Ο κίνδυνος μόλυνσης με HIV από ένα μόνο τσίμπημα βελόνας που έχει χρησιμοποιηθεί από ένα HIV-θετικό άτομο είναι περίπου 0,3% (1 στις 333 τέτοιες περιπτώσεις) και ο κίνδυνος μετά από έκθεση των βλεννογόνων σε μολυσμένο αίμα είναι 0,09% (περίπου 1 στις 1000 περιπτώσεις). Στις ΗΠΑ οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών αποτέλεσαν 12% των νέων περιπτώσεων HIV για στο 2009 και σε μερικές περιοχές περισσότερα από 80% των ατόμων που κάνουν ενέσιμη χρήση ναρκωτικών είναι HIV θετικοί.

Οι μεταγγίσεις μολυσμένου αίματος καταλήγουν σε μετάδοση της λοίμωξης στο περίπου 93% των περιπτώσεων. Στις αναπτυγμένες χώρες ο κίνδυνος μετάδοσης HIV από μετάγγιση αίματος είναι εξαιρετικά χαμηλός (λιγότερο από 1 στο μισό εκατομμύριο) όταν εκτελείται εξελιγμένη επιλογή δοτών αίματος και έλεγχος για HIV. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο κίνδυνος αναφέρεται να είναι στο 1 στα 5 εκατομμύρια. Παρ’ όλα αυτά στις φτωχές χώρες μόνο η μισή ποσότητα αίματος που μεταγγίζεται ελέγχεται κατάλληλα (όπως αναφέρεται το 2008). Εκτιμάται ότι σε αυτές τις χώρες έως και 15% των νέων μολύνσεων προέρχεται από μετάγγιση αίματος και παραγώγων του, που αντιπροσωπεύει μεταξύ 5% και 10% του συνόλου παγκοσμίως.

Η επαναχρησιμοποίηση των συριγγών σε ιατρικές και νοσηλευτικές διαδικασίες παίζει σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του HIV στην Υποσαχάρια Αφρική, με το ποσοστό των μολύνσεων που αποδίδεται στην πρακτική αυτή να κυμαίνεται από 12 έως 17% σύμφωνα με στοιχεία του 2009. Ο κίνδυνος από μία μόνο μη ασφαλή φαρμακευτική ένεση στην Αφρική υπολογίζεται από τον ΠΟΥ στο περίπου 1,2%. Αξιοσημείωτοι κίνδυνοι σχετίζονται επίσης με τις επεμβατικές ιατρικές πράξεις, τον υποβοηθούμενο τοκετό και την οδοντιατρική περίθαλψη στις περιοχές αυτές.

Άτομα που εκτελούν ή δέχονται τατουάζ, piercing ή εγχάραξη δέρματος έχουν θεωρητικά ένα κίνδυνο λοίμωξης αλλά δεν έχουν καταγραφεί επιβεβαιωμένες περιπτώσεις.

Από μητέρα σε παιδί (κάθετη μετάδοση)

Ο HIV μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο παιδί στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού και μετά τον τοκετό διαμέσου του θηλασμού. Είναι ο τρίτος πιο κοινός τρόπος μετάδοσης παγκοσμίως.

Όταν η μητέρα δεν λαμβάνει αγωγή ο κίνδυνος μετάδοσης στην περιγεννητική περίοδο (λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της γέννησης) είναι γύρω στο 20% και για τα νεογνά που θηλάζουν στο 35%. Το 2008 η κάθετη μετάδοση αποτέλεσε την οδό μόλυνσης στο 90% των παιδιών που μολύνθηκαν. Με την κατάλληλη αγωγή ο κίνδυνος μόλυνσης από τη μητέρα στο παιδί μπορεί να μειωθεί στο περίπου 1%.Για να γίνει αυτό, χρειάζεται η μητέρα να παίρνει αντιρετροϊκά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού, να γίνει προαιρετικά καισαρική τομή και να μη γίνει θηλασμός, καθώς επίσης και η λήψη αντιρετροϊκών από το βρέφος μετά τη γέννηση. Παρ’όλα αυτά πολλά από αυτά τα μέτρα δεν είναι διαθέσιμα στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Αν αίμα μολύνει το φαγητό στην προμάσηση (πρακτική που κάνουν κάποιες μητέρες ή συγγενείς για δώσουν προμασημένο φαγητό στο παιδί την περίοδο του απογαλακτισμού του), αυτό μπορεί να αποτελεί έναν κίνδυνο μετάδοσης.

Μη μετάδοση

Ο HIV δεν μεταδίδεται:

  • Από την καθημερινή, κοινωνική επαφή, τη χειραψία, το αγκάλιασμα, το απλό φιλί, τη συνάθροιση ατόμων
  • Από την συγκατοίκηση με κάποιον/α οροθετικό/οροθετική, την κοινή χρήση ρούχων, σκεπασμάτων, πιάτων, ποτηριών και μαχαιροπήρουνων, τηλεφώνων
  • Από την τουαλέτα, το μπάνιο ή το ντους
  • Από τον ιδρώτα ή τα δάκρυα
  • Από πισίνες ή τη θάλασσα
  • Από κουνούπια ή άλλα έντομα
  • Δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης από έκθεση σε κόπρανα, ρινικές εκκρίσεις, φλέματα, σάλιο ή εμετό από ένα μολυσμένο άτομο, εκτός εάν αυτά τα υλικά περιέχουν αίμα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button