Η μελαγχολία για το καλοκαίρι που φεύγει

Η μελαγχολία για το καλοκαίρι που φεύγει

 

Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία· περιμένεις την άδειά σου όπως ένα παιδί περιμένει τον Άγιο Βασίλη, όπως ένας φυλακισμένος την ελευθερία του, όπως ο τυφλός το φως του. Ανυπομονείς να ξεφορτωθείς έστω και για λίγο το γραφείο σου, το θρανίο σου, το καταπιεστικό σου περιβάλλον και να ξαναγίνεις ένα με τη φύση. Να θυμηθείς πώς είναι να ζεις δίχως deadlines κι ανθρώπους που θαρρείς πως υπάρχουν για να σου ρουφάνε την ενέργεια με την γκρίνια και τη γρουσουζιά τους.

Να κολυμπήσεις σε κρυστάλλινα νερά, να φας καλαμαράκια δίπλα στο κύμα, να γίνεις σαν τον Μόγλη, να χαζομεθύσεις πίνοντας πολύχρωμα κοκτέιλ με ομπρελίτσες και λοιπά φαντεζί διακοσμητικά στοιχεία, να κοιμηθείς, να ξεφύγεις, ρε παιδί μου, απ’ όσα σου τρώνε την ψυχή. Τόση καταπίεση μπούκωσες μέσα στον χειμώνα, δε σου αξίζει λίγη ντόλτσε βίτα; Λίγη θάλασσα; Λίγη ταλαιπωρία ακόμα σε λιμάνια κι αεροδρόμια;

Ας ήταν όλες οι ταλαιπωρίες έτσι, εδώ που τα λέμε. Όλα μπορείς να τα αντέξεις τόσο που καίγεσαι να φύγεις· και τις καθυστερήσεις και το στριμωξίδι κι όλα. Με επιμονή και σύνεση λοιπόν σβήνεις μία-μία, νοερά ή μη, τις εναπομείνασες μέρες. Μα όσο αργά κι αν κυλάει αυτή η αντίστροφη μέτρηση, τίποτα δε δείχνει να σε πτοεί. Τα καλύτερα έρχονται κι εφόσον έρχονται μπορείς να περιμένεις λίγες μέρες ακόμη, έτσι δεν είναι;

Ώσπου φτάνουν οι διακοπές σου και συνειδητοποιείς πόσο εύκολα συνηθίζει ο άνθρωπος στην καλοπέραση. Εσύ, το παιδί της πόλης, γίνεσαι ένα με το νησί· με τους ρυθμούς του, με το χώμα του, με τις παραδόσεις του. Ξυπνάς ανάλαφρος, τρως του σκασμού, λιάζεσαι με τις ώρες, βουτάς, ξανατρώς του σκασμού, ομορφαίνεις. Ναι, ομορφαίνεις, το βλέπεις στον καθρέφτη σου, σου το λένε κι οι άλλοι.

Ομορφαίνεις όχι μαγικά, ούτε επειδή μαυρίζεις και ροδίζουν τα μάγουλά σου· ομορφαίνεις επειδή πετάς από μέσα σου όλο το κακό άγχος και τη μιζέρια, ομορφαίνεις γιατί ζεις όπως θα έπρεπε να ζούνε όλοι οι άνθρωποι, δίπλα στη φύση. Αλλά όχι, θέλαμε την πρωτεύουσα, θέλαμε το νέφος, το άγχος και τις δήθεν προοπτικές καριέρας, καλά να πάθουμε. Ξαναβουτάς όμως. Δε θα σκάσεις τώρα γι’ αυτό.

Κι εκεί που έχασες τις μέρες και τις ώρες, εκεί που σχεδόν ξέχασες τι χρονολογία έχουμε, σκέφτεσαι πως όπου να ‘ναι πρέπει να φτιάξεις τη βαλίτσα της επιστροφής -σε αυτό ακριβώς το σημείο παίζει κάπου στο background η πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν και σε λούζει κρύος ιδρώτας. Πώς θα γυρίσεις πίσω, Χριστέ μου; Με ποια λογική θα ξανακλειστείς σ’ εκείνο το μισητό γραφείο; Πώς θα πίνεις τον καφέ σου χωρίς να σκάει από δίπλα κυματάκι;

Συνήθως οι δύο τελευταίες μέρες κυλάνε κάπως έτσι. Με εσένα μεταξύ Αιγαίου και τσίπουρου να αναρωτιέσαι με πόνο γιατί να συμβαίνουν κακά πράγματα σε καλούς ανθρώπους και γιατί η αναμονή να είναι τόσο μεγάλη ενώ οι διακοπές κυλάνε σαν νερό. Και κλαις από μέσα σου επειδή δε θέλεις να σε πούνε υπερβολικό και πίνεις ένα ποτήρι ακόμα παρακαλώντας να γίνει κάτι και να αποκλειστείς στο νησί, για να έχεις μια δικαιολογία και να μη σε λέει ο κόσμος ανεύθυνο χαραμοφάη.

Ό,τι και να κάνεις όμως η ώρα της επιστροφής φτάνει πολύ πιο σύντομα απ’ όσο υπολόγιζες και σε βρίσκει μουτρωμένο κι αμίλητο να κοιτάζεις τις φωτογραφίες που τράβηξες με το κινητό σου και να αναστενάζεις με παραίτηση. Ναι, μιλάω για τις ίδιες φωτογραφίες που θα κοιτάζεις σχεδόν καθημερινά για τους επόμενους δυο-τρεις μήνες τουλάχιστον, για τις ίδιες που θα σε κάνουν να χαμογελάς –ή να ντρέπεσαι– για όλα τα επόμενα χρόνια.

Summertime sadness τραγούδησε η Λάνα κι απ’ την πρώτη στιγμή αναδείχθηκε εθνικός ύμνος για όλους όσοι ένιωσαν στο πετσί τους αυτό το «δε φταίω εγώ, δε φταις εσύ, μπορεί να φταίει το νησί» και σκύλιαζαν εβδομάδες ολόκληρες μετά την επιστροφή στη βάση τους, κοιτάζοντας όλα αυτά τα κοχυλάκια και μπιχλιμπίδια που συνέλλεξαν κατά την παραμονή τους στον εκάστοτε παράδεισο.

Εσύ όμως σώπαινε και μη μου γκρινιάζεις. Εφόσον ζούμε στη χώρα που έχει ηλιοφάνεια σχεδόν ολόκληρο τον χρόνο, είναι δουλειά σου να κουβαλάς τον συγκεκριμένο ήλιο και μέσα σου ανεξαρτήτως εποχής. Αντί λοιπόν να σε παίρνει από κάτω, μάζεψε τα κουράγια σου και κράτα όλα τα γέλια που έκανες, τους ανθρώπους που γνώρισες, τα μέρη που αγάπησες κι αγκάλιασε το φθινόπωρο που έρχεται, γιατί έχει κι αυτό τη γλύκα του.

Μα πάνω απ’ όλα κράτα στο μυαλό σου τον άνθρωπο που ήσουν σε εκείνο το μέρος· εκείνον τον χαμογελαστό, αισιόδοξο, υπέροχο εαυτό που γνώρισες, που δε μετρούσε θερμίδες και δεν αγχωνόταν για το τίποτα παρά μόνο ζούσε την κάθε στιγμή μέσα απ’ την καρδιά του σαν να ήταν η τελευταία. Ίσως δεν πόνεσε τελικά ο αποχωρισμός με το μέρος, ίσως πόνεσε ο αποχωρισμός με τον αληθινό σου εαυτό. Ψάξε λίγο καλύτερα μέσα σου λοιπόν, μπορεί και να τον πήρες μαζί σου κατά λάθος, ολόκληρο ή κάποιο κομμάτι του.

Κι αν τον βρεις αγκάλιασέ τον και ζήσε τον. Κι αν δεν τον βρεις φρόντισε να τον ξαναφτιάξεις απ’ την αρχή. Να τον κουβαλάς μέσα σου ακόμα κι όταν χιονίζει, να σχεδιάζετε μαζί την επόμενη εξόρμηση, να του δίνετε να καταλαβαίνει ανεξαρτήτως εποχής. Άλλωστε χωρίς το σπίτι μας το ταξίδι δεν έχει νόημα, είναι απλά περιπλάνηση. Και το ταξίδι έχει νόημα όταν κατά την επιστροφή σου κατάφερες να πάρεις μαζί σου πράγματα που δεν μπαίνουν σε βαλίτσες.
govastileto.gr

Related Articles

Back to top button