«Αρχίστε να μετράτε την χοληστερίνη από τα 35 σας»!!!

«Αρχίστε να μετράτε την από τα 35 σας».

Κάθε δεκαετία που ζούμε με έστω και λίγο αυξημένη χοληστερόλη αυξάνει τον κίνδυνο για έμφραγμα – και αυτό αρχίζει πολύ νωρίς στη ζωή, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.

Επιστήμονες από ΗΠΑ και Καναδά ανακάλυψαν ότι ακόμα και η οριακά αυξημένη χοληστερόλη σε κατά τα άλλα υγιή άτομα ηλικίας 35 έως 55 ετών, ασκεί μακροχρόνιες επιδράσεις στην υγεία της καρδιάς, καθώς ανά δεκαετία που υπάρχει αυξάνει κατά 39% τις πιθανότητες για καρδιοπάθεια.

Τα ευρήματα αυτά, που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Circulation» την οποία εκδίδει η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιάς, σημαίνουν ότι οι βλάβες από την οριακή χοληστερόλη στις αρτηρίες είναι αθροιστικές και εφάμιλλες με αυτές που προκαλεί το κάπνισμα.

«Ό,τι κάνουμε στα αιμοφόρα αγγεία μας στα 20, στα 30 και στα 40 μας χρόνια, θέτουν τα θεμέλια για μία νόσο που θα εκδηλώσουμε ακόμα και τέσσερις δεκαετίες αργότερα», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Αν Μαρί Νάβαρ-Μπόγκαν, από το Ινστιτούτο Κλινικής Έρευνας του Πανεπιστημίου Duke.

«Και αν περιμένουμε έως τα 50 μας ή τα 60 μας για να ασχοληθούμε με την πρόληψη της καρδιοπάθειας, η ζημιά θα έχει ήδη γίνει.

»Επομένως, ο έλεγχος της χοληστερόλης θα πρέπει να αρχίζει πολύ νωρίς στην ενήλικη ζωή».

Η μελέτη

Στη νέα μελέτη, η δρ Νάβαρ-Μπόγκαν και οι συνεργάτες της από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και το Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ, στον Καναδά, εξέτασαν στοιχεία από 1.478 ενήλικες, οι οποίοι δεν έπασχαν από στεφανιαία νόσο.

Οι εθελοντές αυτοί συμμετέχουν από το 1948 στην φημισμένη Καρδιολογική Μελέτη Framingham και έτσι οι ερευνητές μπόρεσαν να ελέγξουν τα επίπεδα της χοληστερόλης τους σε βάθος χρόνου.

Στην παρούσα μελέτη τούς επιστράτευσαν όταν ήσαν 55 ετών και τους παρακολούθησαν επί 20 χρόνια για να δουν με ποιον τρόπο επηρέαζε η διακύμανση της χοληστερόλης τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.

Για τους σκοπούς της μελέτης θεωρήθηκε ως υψηλή χοληστερόλη οποιαδήποτε τιμή της πάνω από τα 160 mg/dl, που όμως δεν συμπεριλαμβάνει την «καλή» (ή HDL) χοληστερόλη.

Υψηλή θεωρήθηκε επίσης και κάθε τιμή της «κακής» (LDL) χοληστερόλης από 130 mg/dl και πάνω.

Για να γίνει αυτό κατανοητό σημειώνεται πως η χοληστερόλη που μετράμε με τις βιοχημικές εξετάσεις αίματος είναι τριών ειδών: η ολική, η «καλή» (συμβολίζεται «HDL» στα αποτελέσματα των εξετάσεων και είναι αυτή που προστατεύει την καρδιά) και η «κακή» (συμβολίζεται ως «LDL» και είναι αυτή που βλάπτει τα αγγεία της καρδιάς).

Η ολική χοληστερόλη προκύπτει από το άθροισμα της HDL, της LDL και ορισμένων άλλων μορφών χοληστερόλης, οι οποίες όμως δεν μετρώνται ξεχωριστά.

Κάθε μορφή χοληστερόλης μετριέται σε mg/dl και οι φυσιολογικές τιμές είναι:

* Για την ολική χοληστερόλη τα 200 mg/dl

* Για την HDL πάνω από 40 mg/dl για τους άνδρες και πάνω από 50 mg/dl για τις γυναίκες.

* Για την LDL χοληστερόλη τα 100-129 mg/dl όταν κάποιος είναι υγιής (αυτά γίνονται 70-100 mg/dl για όσους πάσχουν από καρδιοπάθεια ή διαβήτη, αν και το ιδανικό είναι κάτω από 70 mg/dl).

Τα αποτελέσματα

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, στην ηλικία των 55 ετών σχεδόν το 40% των εθελοντών είχαν ήδη συμπληρώσει τουλάχιστον μία δεκαετία με επίπεδα χοληστερόλης υψηλότερα από τα φυσιολογικά.

Ειδικότερα, 389 από τους εθελοντές είχαν υψηλή χοληστερόλη τα τελευταία 1 έως 10 χρόνια, οι 577 τα τελευταία 11 έως 20 χρόνια, ενώ οι 512 είχαν φυσιολογική χοληστερόλη.

Όσοι εθελοντές είχαν παρουσιάσει υψηλή χοληστερόλη στα 35-44 τους χρόνια, είχαν 16,5% πιθανότητες να παρουσιάσουν στεφανιαία νόσο μέσα στην επόμενη 15ετία.

Όσοι είχαν παρουσιάσει υψηλή χοληστερόλη στα 45-54 τους χρόνια, είχαν 8,1% πιθανότητες στεφανιαίας νόσου, ενώ όσοι δεν είχαν υψηλή χοληστερόλη είχαν μόλις 4,4% πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιοπάθεια.

Αυτό σημαίνει πως κάθε δεκαετία αυξημένης χοληστερόλης αύξανε τον κίνδυνο κατά 39%, ακόμα και αν όταν οι τιμές της ήταν οριακά υψηλότερες από τις φυσιολογικές.

Ακόμα πιο εντυπωσιακό, τόνισε η δρ Νάβαρ-Μπόγκαν, ήταν το εύρημα πως η επίπτωση της χοληστερόλης ήταν πιο ισχυρή στους εθελοντές οι οποίοι κατά τα άλλα ήσαν υγιείς.

«Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ρυθμίσει όλα τα άλλα στη ζωή τους – λ.χ. δεν κάπνιζαν, είχαν κανονική πίεση, δεν διέθεταν περιττά κιλά ούτε είχαν αυξημένα επίπεδα σακχάρου – αλλά και πάλι επειδή είχαν επί πολλά χρόνια λίγο αυξημένη χοληστερόλη, παρουσίασαν καρδιοπάθεια», εξήγησε.

Και σαν να μην έφταναν όλ' αυτά, οι περισσότεροι από τους εθελοντές με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είχαν αρκετά αυξημένη χοληστερόλη ώστε να τους χορηγηθούν στατίνες – τα φάρμακα που μειώνουν τα επίπεδά της.

Πρακτικά, όλα αυτά σημαίνουν πως «οι άνθρωποι ηλικίας 35-55 ετών πρέπει να αρχίσουν να ελέγχουν τη χοληστερόλη τους», είπε η δρ Νάβαρ-Μπόγκαν. «Και αναλόγως με τα ευρήματα, να προχωρήσουν κατ' αρχήν στις απαιτούμενες προσαρμογές του τρόπου ζωής».

ΠΗΓΗ :  tanea.gr

Related Articles

Back to top button